- παραδαρμός
- οταλαιπωρία, περιπέτεια: Τούτος ο παραδαρμός όλη τη νύχτα μας τσάκισε όλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραδαρμός — ο, ΝΜ [παραδέρω] περιπέτεια, δοκιμασία, ταλαιπωρία νεοελλ. πάλη με τα κύματα, κλυδωνισμός … Dictionary of Greek
παράδαρμα — το [παραδέρνω] 1. ο παράδαρμός 2. (κυρίως στον πληθ.) συμφορές, βάσανα … Dictionary of Greek
παραδείρι — το παραδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. δειρ (πρβλ. ἔ δειρ α, αόρ. του δέρω / δέρνω) + κατάλ. ι] … Dictionary of Greek